φαληρικός

φαληρικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με το Φάληρο ή που προέρχεται από αυτό, φαληριώτικος: Φαληρική αύρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαληρικός — ή, ό / φαληρικός, ή, όν, ΝΜΑ [Φάληρον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Φάληρο (α. «Φαληρικό Δέλτα» β. «Φαληρικός Όρμος») …   Dictionary of Greek

  • Φαληρικά — Φαληρικός Phalerum neut nom/voc/acc pl Φαληρικά̱ , Φαληρικός Phalerum fem nom/voc/acc dual Φαληρικά̱ , Φαληρικός Phalerum fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρικά — φαληρικός Phalerum neut nom/voc/acc pl φαληρικά̱ , φαληρικός Phalerum fem nom/voc/acc dual φαληρικά̱ , φαληρικός Phalerum fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαληρικόν — Φαληρικός Phalerum masc acc sg Φαληρικός Phalerum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρικόν — φαληρικός Phalerum masc acc sg φαληρικός Phalerum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαληρικαῖς — Φαληρικός Phalerum fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρικαῖς — φαληρικός Phalerum fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαληρικαί — Φαληρικός Phalerum fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρικαί — φαληρικός Phalerum fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαληρικοί — Φαληρικός Phalerum masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”